- στρήναν
- στρήνᾱν , στρήναstrenafem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινομίς — ἐπινομίς, ἡ (Α) [νόμος] 1. προσθήκη στον νόμο, παράρτημα, τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα 2. δώρο τού νέου έτους («τὴν ὑπὸ Ρωμαίων καλουμένην στρήναν... ἐπινομίδα καλῶν», Αθήν.) 3. μέρος τριήρους … Dictionary of Greek